- πολυχώρῳ
- πολύχωροςspaciousmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύχωρος — η, ο / πολύχωρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που χωρά πολλούς ή πολλά 2. αυτός που κατέχει μεγάλο χώρο, ευρεία έκταση ή εμβαδόν, ευρύχωρος 3. αυτός που αποτελείται από πολλούς χώρους, που είναι χωρισμένος σε πολλά τετράγωνα ή διαμερίσματα μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek